τσεκουριά

τσεκουριά
τσεκουριά, η και τσικουριά, η
χτύπημα με τσεκούρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσεκουριά — η, Ν χτύπημα με τσεκούρι («με μια τσεκουριά έριξε το δέντρο κάτω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • εξαπέλεκυς — ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια 2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς πραίτορας, στρατηγός 4. φρ. «ἑξαπέλεκυς… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ορθία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • μεσάρα — Μεγάλη πεδιάδα της Κρήτης (μήκος 50 χλμ., πλάτος 7 χλμ.) στο νότιο τμήμα του νομού Ηρακλείου που εκτείνεται από το Τυμπάκι έως την Άνω Βιάννο. Περικλείεται από τα όρη Ίδη, Κόφινα και από το Λιβυκό πέλαγος. Σχηματίστηκε με τεκτονική καταβύθιση… …   Dictionary of Greek

  • μπαλταδιά — η χτύπημα με μπαλτά, τσεκουριά («τού δώσε μια μπαλταδιά και τού άνοιξε το κεφάλι στα δύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μπαλτάδ ες + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • πελεκάς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και οι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, Αβράμης, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδίων (υψόμ. 100 μ.), ο Άγιος Ονούφριος, η Γλυφάδα, τα… …   Dictionary of Greek

  • όρθια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης, με την οποία λατρευόταν σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας και κυρίως στη Σπάρτη, όπου είχε ιδρυθεί από τους πανάρχαιους χρόνους ιερό της Ο. Άρτεμης. Στον ναό αυτό υπήρχε ξόανο της θεάς, που σύμφωνα με την παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… …   Dictionary of Greek

  • αυστραλιανή φυλή — Ανθρώπινη ομάδα, η οποία χαρακτηρίζεται από το μαυριδερό χρώμα της επιδερμίδας της, το δασύ τρίχωμα του σώματος και τα κυματιστά ή σγουρά μαλλιά. Οι Αυστραλιανοί είναι υπερβολικά δολιχοκέφαλοι (κεφαλικός δείκτης 73)· η μύτη τους είναι πλατιά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”